Ποιες είναι οι ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανάπτυξη ενός βρέφους και πως μπορούμε να τις δημιουργήσουμε; Σίγουρα όλοι όσοι έχουμε γίνει γονείς έχουμε αναρωτηθεί κάτι παρόμοιο. Πολλές φορές μάλιστα αναρωτιόμαστε πως είναι καλύτερο να φερθούμε σε ένα βρέφος έτσι ώστε να του δείχνουμε την αγάπη μας, αλλά να μην το κακομάθουμε.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα έχει αναπαραχθεί ευρέως τα τελευταία χρόνια μια από τις σημαντικότερες θεωρίες εξελικτικής ψυχολογίας, η θεωρία του δεσμού του John Bowlby, σύμφωνα με τον οποίο η επίτευξη μιας σταθερής, ασφαλούς συναισθηματικής σχέσης του βρέφους με τη μητέρα / φροντιστή τα 2 πρώτα χρόνια της ζωής του, είναι καθοριστική. Η σχέση αυτή βοηθά το παιδί να διατηρήσει το αίσθημα ασφάλειας σε περιόδους αποχωρισμού, ενώ ταυτόχρονα την αναπαράγει καθώς αποτελεί και ένα εσωτερικευμένο μοντέλο εργασίας σύμφωνα με το οποίο το παιδί λειτουργεί στις συναλλαγές του με άλλους ανθρώπους.
Αυτός ο τρόπος ανατροφής μοιάζει ο καλύτερος δυνατός για την ανάπτυξη ενός παιδιού σήμερα στην δική μας κοινωνία. Μια ανατροφή που δίνει στο παιδί το αίσθημα ασφάλειας και ένα αίσθημα ικανότητας, γεμίζοντας το με αυτοπεποίθηση και ενθαρρύνοντας τις προσπάθειες του, δίνοντας του κουράγιο και δύναμη για να εξερευνήσει στην πορεία περισσότερο αυτόνομα τον κόσμο.
Πως όμως διατηρεί κανείς την ισορροπία;
Από τη μια οι θεωρητικοί του δεσμού υπαγορεύουν πως η συνέπεια στην άμεση ανταπόκριση της μητέρας στο κλάμα του μωρού βοηθά τα βρέφη να αισθανθούν ότι ελέγχουν μια κατάσταση και παράλληλα ότι μπορούν να εμπιστευθούν τη μητέρα τους – άρα είναι μια συμπεριφορά που ενθαρρύνει έναν ασφαλή δεσμό.
Από την άλλη, το να ικανοποιείς το παραμικρό καπρίτσιο του παιδιού, οδηγεί σε μια καταστροφική αίσθηση παντοδυναμίας του, η οποία μακροπρόθεσμα ενδεχομένως να στραφεί εις βάρος μιας λειτουργικής κοινωνικής του προσαρμογής, καθώς δεν θα είναι σε θέση να διαχειριστεί τις όποιες ματαιώσεις. Όμως, ο φόβος ενός γονιού να μην κακομάθει το παιδί του, μπορεί να οδηγήσει στο άλλο άκρο, στο να μεγαλώσει δηλαδή ένα παιδί που θα μάθει ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τον κόσμο γύρω του, σε αυτό δηλαδή που ονομάζουμε «επίκτητο αίσθημα ανεπάρκειας», και μεταφράζεται σε ενήλικες παθητικούς με μηδενική επιθυμία να ενεργήσουν και να παρέμβουν στο περιβάλλον τους, λόγω ενός μαθημένου αισθήματος ανικανότητας.
Υπάρχει λοιπόν συνταγή; Όχι δυστυχώς δεν υπάρχει καμία συνταγή για το τι είναι σωστό να κάνει ο γονιός σε σχέση με την ανταπόκριση του η μη στο κλάμα/ επιθυμία του παιδιού του σε κάθε περίσταση.
Γι’ αυτό και οι ειδικοί στις περιπτώσεις αυτές συμβουλεύουν τους γονείς να έχουν τεντωμένες τις κεραίες τους και να λειτουργούν με «ευαισθησία». Με ευαισθησία στις ατομικές ανάγκες του κάθε παιδιού το οποίο είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Αυτός είναι ο βασικός παράγοντας για την προαγωγή της υγιούς ανάπτυξης. Να είμαι διαθέσιμος κάθε φορά να εναρμονιστώ με τις ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού μου και να είμαι δίπλα του όσο με χρειάζεται. Και να μπορώ να το αφήσω όταν χρειάζεται. Όταν μπορεί μόνο του. Ακόμη και αν η δική μου ανάγκη πολλές φορές προστάζει να το κρατήσω λίγο ακόμη, εγώ να μπορώ να το αφήσω.
Μια πολύ όμορφη εικόνα της «ευαίσθητης» μητέρας περιγράφει ο Δανός φιλόσοφος Kierkegaard παρακάτω:
Η μητέρα που αγαπά
Η μητέρα που αγαπά, διδάσκει το παιδί της να περπατάει μόνο του…
Είναι αρκετά μακριά του ώστε να μη μπορεί να του παρέχει στήριγμα, αλλά του απλώνει τα χέρια της…
Μιμείται τις κινήσεις του κι αν παραπατήσει, σκύβει γρήγορα σαν να πρόκειται να το αρπάξει…
Έτσι το παιδί μπορεί να νομίσει ότι δεν περπατά μόνο του…
Κι όμως, κάνει περισσότερα…
Η έκφραση του προσώπου της το ενθαρρύνει, σαν αμοιβή…
Έτσι, το παιδί περπατά μόνο του, με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο της μητέρας του κι όχι στις δυσκολίες που συναντά μπροστά του…
Στηρίζεται σε χέρια που δεν το κρατούν και προσπαθεί συνεχώς να φτάσει στο καταφύγιο της αγκαλιάς της μητέρας του, χωρίς να υποπτεύεται ότι τη στιγμή ακριβώς που τονίζει την ανάγκη του για εκείνη, αποδεικνύει ότι τα καταφέρνει χωρίς εκείνη, γιατί περπατά μόνο του…
SØren Kierkegaard, 1979
Δανός Φιλόσοφος 19ου αιώνα