Το διαζύγιο αποτελεί μια συχνή απόφαση για πολλά ζευγάρια πλέον, τα οποία με τον τρόπο αυτό τερματίζουν τη μορφή που η οικογένεια τους είχε μέχρι πρότινος, χαράσσοντας έτσι ο κάθε σύντροφος χωριστά την περαιτέρω πορεία του στη ζωή. Αυτό ακούγεται συχνά ως μια εύκολη ή αναγκαία απόφαση κάποιες φορές, η οποία όμως εμπεριέχει πολλές και σημαντικές διεργασίες σε πρακτικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο που γίνονται ακόμη συνθετότερες όταν υπάρχουν παιδιά.
Μετά από ένα διαζύγιο, η οικογένεια πρέπει να οργανωθεί εκ νέου αφού ο οικογενειακός χάρτης αλλάζει. Διεργασίες όπως η διαχείριση της απώλειας, η αναδιοργάνωση της επικοινωνίας μεταξύ των μελών, η διευκόλυνση του συναισθηματικού αποχωρισμού, ο καθορισμός νέων ρολών και στόχων για τα μέλη αλλά και η ομαλή προσαρμογή των παιδιών στη νέα κατάσταση, αποτελούν μόνο κάποια από τα σημεία που η οικογένεια θα χρειαστεί να δουλέψει.
Ειδικά σε ότι αφορά το ζήτημα των παιδιών, το διαζύγιο μπορεί να αποτελέσει εν δυνάμει μια τραυματική διαδικασία, αν σκεφτεί κανείς πως η βιβλιογραφία έχει αναδείξει πως τα παιδιά γονέων που έχουν χωρίσει εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν άγχος, θλίψη ή/και προβλήματα συμπεριφοράς. Μέσα από την ψυχοθεραπευτική πρακτική επίσης, πολύ συχνά συναντούμε ενήλικες, που ακόμη και μετά από χρόνια χρειάζεται να «δουλέψουν» μέσα τους και να «επανα-διαπραγματευτούν» το διαζύγιο των γονιών τους.
Είναι γεγονός ότι τα ζητήματα που αφορούν τα παιδιά συνήθως γίνονται πεδίο συγκρούσεων για τους συντρόφους, οι οποίοι σπάνια έρχονται σε συμφωνία – ειδικότερα την περίοδο που οι διαδικασίες του διαζυγίου είναι νωπές και οι συγκρούσεις ακόμη και για πρακτικά ζητήματα πολλαπλές. Για το λόγο αυτό, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δίνεται στην προστασία των παιδιών τα οποία πολλές φορές οι πρώην σύντροφοι χρησιμοποιούν ως όπλο με το οποίο προσπαθούν να πληγώσουν ακόμη πιο «αποτελεσματικά» τον/την πρώην σύντροφο τους.
Θα πρέπει να γίνει σαφές, πως ακόμη και όταν οι σύντροφοι αποφασίζουν να τερματίσουν τη μεταξύ τους σχέση, ο γονεϊκός ρόλος και των δύο εξακολουθεί και πρέπει να εξακολουθεί να είναι ενεργός. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως αλλάζει μορφή, αφού οι δύο γονείς δεν μένουν κάτω από την ίδια στέγη και ένας από τους δύο θα βλέπει τα παιδιά κάτω από ένα διαφορετικό καθεστώς (π.χ. για περιορισμένο χρόνο, συγκεκριμένες ημέρες και ώρες κλπ).
Στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται αντιληπτό ότι η ανάπτυξη μιας συνεργατικής γονεϊκής σχέσης μεταξύ των συντρόφων μέσω της οποία οι δύο σύντροφοι θα θέσουν ως προτεραιότητα τη διασφάλιση της προστασίας των παιδιών, αποτελεί εξαιρετικά σημαντική διαδικασία. Η διατήρηση της καθημερινής τους ρουτίνας και η δημιουργία μιας ασπίδας έτσι ώστε τα παιδιά να εξακολουθούν νιώθουν ασφάλεια και να λαμβάνουν απρόσκοπτα τη φροντίδα, την αγάπη και το ενδιαφέρον και των δύο γονέων, θα πρέπει να μπει στο τραπέζι πριν από οτιδήποτε άλλο –διαδικασία από την οποία θα επωφεληθούν και οι πρώην σύζυγοι, οι οποίοι θα έχουν να διαχειριστούν επιπρόσθετα και τα δικά τους ζητήματα, όπως επιγραμματικά αναφέρθηκαν παραπάνω.
Γίνεται λοιπόν σαφές πως ακόμη και για τους συντρόφους που η απόφαση του διαζυγίου είναι κοινή και συναινετική, η όλη διαδικασία του διαζυγίου, εμπεριέχει θέματα και προκλήσεις για τις οποίες τα μέλη μιας οικογένειας έχουν ανάγκη υποστήριξης ώστε να καταστεί δυνατό η οικογένεια να επαναπροσδιορίσει τη νέα δομή και λειτουργία της μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο, προκειμένου να αποφευχθούν οι όποιες δυσλειτουργικές συνέπειες.